- παροξυντής
- παρ-οξυντής, ὁ, Antreiber, Aufhetzer
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
παροξυντής — stimulator masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροξυντής — ὁ, ΝΑ [παροξύνω] νεοελλ. αυτός που παροξύνει, που παρορμά, που ερεθίζει αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «παροξυνταί οἱ τρεφόμενοι ὑπὸ τῶν ἑταιρῶν ὡς ἄν δὴ ἐρασταί» … Dictionary of Greek
παροξυνταί — παροξυντής stimulator masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)